φιλυρέα

φιλυρέα
φῐλυρ-έα, ,
A mock privet, Phillyrea media, Thphr.HP1.9.3; but [full] φιλλυρέα is f.l. for φιλύρα in Dsc.1.96.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλυρέα — φιλυρέᾱ , φιλυρέα mock privet fem nom/voc/acc dual φιλυρέᾱ , φιλυρέα mock privet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλυρέα — και φιλλυρέα, η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες τής τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και… …   Dictionary of Greek

  • φιλλυρέα — η, ΝΑ βοτ. βλ. φιλυρέα …   Dictionary of Greek

  • φιλύκι — και φιλλύκι και φιλίκι και φελλύκι και φελύκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία δύο ειδών τού γένους φυτών φιλλυρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ον. τού φυτού φιλυρέα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”